- ψυχοφυσιολογικός
- η , ό[ν] психофизиологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)